Οι Κήποι του Πασά βρίσκονται έξω από τα ανατολικά τείχη της πόλης της Θεσσαλονίκης, σε περιφραγμένη με τοιχίο έκταση πίσω από το νοσοκομείο “Άγιος Δημήτριος”. Πρόκειται για ένα κήπο με πολύ πράσινο και αρκετά δέντρα, στον οποίο σώζονται ορισμένα μισογκρεμισμένα κτίσματα από τις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια εποχή που η “Υψηλή Πύλη” προσπαθώντας να εκσυγχρονίσει το οθωμανικό κράτος, πραγματοποιεί δημόσια έργα, σε εκλεκτικιστικό ρυθμό, με ευρωπαίους αρχιτέκτονες.
Η περιοχή έξω από τα ανατολικά τείχη, που περιλαμβάνει το αγίασμα του Αγίου Παύλου, τα λατομεία και τον Κέδρινο λόφο είχε παραχωρηθεί στην εκκλησία, η οποία το 1875 εκχώρησε τα δικαιώματα στην Φιλόπτωχο Αδελφότητα με την υποχρέωση να αναλάβει την ίδρυση και την συντήρηση νεκροταφείων.
Τον καιρό αυτό (1902-1903), κτίζεται το νοσοκομείο – Χαμιδιέ που μετονομάζεται σε Ξένων, Δημοτικό και σήμερα Άγιος Δημήτριος – που συμπίπτει χρονολογικά με την ανέγερση των κτισμάτων των κήπων, οι οποίοι αποτελούν μέρος του και φιλοτεχνούνται από άγνωστο αρχιτέκτονα – καλλιτέχνη.
Η συνολική έκταση των κήπων είναι περίπου 1000 τ.μ., με το έδαφος να έχει αρκετή κλίση και να κοιτάζει με θέα προς την πόλη και τη θάλασσα.
Υπάρχουν μόνο σύντομες αναφορές σχετικά με την ανέγερσή τους και η ονομασία “Κήποι του Πασά” αποδίδεται από τους Θεσσαλονικείς αργότερα, αν και δεν υπάρχουν στοιχεία που να τους συνδέουν με κάποιο Τούρκο Αξιωματούχο.
Από πολλούς όμως θεωρείται ως ένα μνημείο του οθωμανικού τεκτονισμού, με περίεργα σύμβολα και θεωρείται κομβικό σημείο από τους οπαδούς της “Ιερής Γεωγραφίας”. Ορισμένοι συνηθίζουν να αποκαλούν τα διάφορα κτίσματα ως “Δρακόσπιτα” καθώς και “Άντρο των Δερβισάδων”.
Τα κτίσματα που διασώζονται εντός των κήπων είναι ένα συντριβάνι με μια σήραγγα γύρω του, μια στέρνα για συγκέντρωση του νερού, μια χαμηλή πύλη που οδηγεί σε ένα υπόγειο χώρο και ένα υπερυψωμένο καθιστικό, όλα μικρού μεγέθους, που συνδέονται μεταξύ τους με δρομάκια, διαδρόμους και κλίμακες σε διαφορετικά επίπεδα σύμφωνα με τη κλίση του εδάφους.
Για την κατασκευή χρησιμοποιήθηκαν σιδηροδοκοί και σιδερόβεργες που πάνω τους στηρίζονται ακατέργαστη πέτρα χαμηλά και τούβλα ψηλότερα της κεραμοποιίας Fratelli Allatini όπως διακρίνεται πάνω τους. Υπάρχει ένα παιχνίδισμα στην κατασκευή τους σε σχέση με τους όγκους, τα κενά, τις κοιλότητες, τα ανοίγματα σε συνδυασμό με τα υλικά, τις πήλινες γλάστρες με τα φυτά ενσωματωμένες στις κατασκευές, που όλα τους οδηγούν σε ένα αρμονικό δέσιμο που δίνει πλαστικότητα στις μορφές, και οδηγεί τον επισκέπτη σε μια διαρκή ανακάλυψη διαμορφώνοντας ένα “οργανικό γεγονός”.
Το υγρό στοιχείο, το νερό, έπαιζε επίσης σημαντικό ρόλο, είτε ελεγχόταν, είτε έπεφτε με ορμή, είτε σταγόνα – σταγόνα ή κυλούσε σε μικρά ακάλυπτα αυλάκια για να ξαναπέσει με ορμή, ή λίμναζε στη στέρνα. Μαρτυρίες λένε πως από την περιοχή περνούσε κάποτε ένα από τα ρέματα της πόλης.
Οι κήποι αποτελούν ένα δείγμα φανταστικής αρχιτεκτονικής με πλήρη ελευθερία στη σύνθεση και τον συνδυασμό των υλικών κατά τους ειδικούς, ή και σκόπιμα όμως κατά άλλους κατασκευασμένοι με περίεργες συνθέσεις που προσδίδουν την υποψία ότι υπάρχει κάτι το διαφορετικό, κάτι το μεταφυσικό.
Έχει κάτι το μυστηριώδες, σίγουρα. Θυμίζει γλυπτά του Γκαουντί στο πάρκο Γκουέλ στη Βαρκελώνη. Εκεί έδωσαν ένα παρκάκι στον μεγάλο αρχιτέκτονα, να ξεδιπλώσει ελεύθερα τη φαντασία του. Είναι δυνατόν να έγινε κι εδώ το ίδιο; Και ποιος το έκανε; Υπήρχε Γκαουντί στη Θεσσαλονίκη;
Ο Γκαουντί δημιούργησε το πάρκο μεταξύ 1900-1914 μετά τη γνωριμία με τους Γκουέλ, μια πολύ πλούσια οικογένεια της Βαρκελώνης, που του ανέθεσαν να δημιουργήσει έναν οικισμό, μια νέα συνοικία. Είχαν προγραμματιστεί να φτιαχτούν 60 σπίτια, αλλά μόνο 3 πρόφτασαν και έγιναν). Το πάρκο δεν ολοκληρώθηκε, αλλά αυτό που δημιουργήθηκε, είναι ένα μοναδικό αρχιτεκτονικό έργο, που απογειώνει τη φήμη του Γκαουντί. Οι κατασκευές των Κήπων θυμίζουν πολύ αυτές του πάρκου Γκουέλ.
Το 1922-23 μετά τη μικρασιατική καταστροφή αλλά και λίγο αργότερα με την ανταλλαγή των πληθυσμών πολλοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην Άνω Πόλη. Τα τούβλα και οι πέτρες του μνημείου λεηλατήθηκαν για να χρησιμοποιηθούν σαν οικοδομικά υλικά για να επεκτείνουν και να επιδιορθώσουν τα σπίτια των Τούρκων που είχαν αποχωρήσει.
Η ζημιά που προκλήθηκε δεν επηρέασε μόνο την αρχιτεκτονική του μνημείου αλλά και τη λειτουργία και λειτουργικότητά του, γιατί το νερό έπαιζε κυρίαρχο ρόλο. Σε κάποια σημεία έρρεε με ορμή, σε κάποια σταγόνα σταγόνα και σε κάποια άλλα σχημάτιζε πίδακες και μικρά ή μεγαλύτερα συντριβάνια.
Κανένα ιστορικό στοιχείο δεν υπάρχει που να συνδέει αυτούς τους κήπους με κάποιον Πασά και η ονομασία μάλλον αποτελεί επινόηση των κατοίκων που ίσως να προέκυψε από τις ιστορίες που λένε πως το μέρος αυτό ήταν το ησυχαστήριο του Σεϊφουλάχ Πασά (Η Βίλλα Μορδόχ στην οδό Βασιλίσσης Όλγας 162, έργο του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, χτίστηκε επίσης το 1905 σαν κατοικία του Τούρκου μεράρχου Σεϊφουλάχ Πασά) και των Οθωμανών Τεκτόνων που ανήκαν στον στενό του κύκλο, ο οποίος έκτισε εκεί ένα περίεργο σύμπλεγμα πέτρινων κατασκευών, γεμάτων μυστικιστικά σύμβολα.
Μεγάλο μέρος αυτού του περίεργου συμπλέγματος αποτελείται από πέτρες που σχηματίστηκαν από την πτώση κεραυνών στην άμμο, και είναι άγνωστο πώς ή από πού μεταφέρθηκαν εκεί. Σε κάποια σημεία κομμάτια σταλακτίτη διαφαίνονται να χρησιμοποιούνται ως δομικό υλικό. Το μέρος αυτό θεωρείται ενεργειακός τόπος, με διάφορες ανεξήγητες αναφορές για διάθεση ευφορίας ή χρονικά κενά, ενώ οι οπαδοί της ιερής γεωγραφίας το θεωρούν κομβικό γεωμαγνητικό σημείο. Λέγεται ότι κατά την διάρκεια των αποκρυφιστικών τελετών γινόντουσαν ανθρωποθυσίες.Ο θρύλος λέει πως κάθε τρεις μέρες, στις 12 το βράδυ εμφανίζεται ένας χαμένος δρόμος, η οδός της Μαύρης πέτρας, που κάνείς δεν ξέρει που οδηγεί.
Τα περίεργα σύμβολα στον τοίχο, τα έντονα μαγνητικά πεδία του χώρου καθώς και η στοά που δεν οδηγεί πουθενά, έχουν πράγματι μία ανεξήγητη διάσταση και κινούν τις υποψίες πως πρόκειται για έναν τόπο συνεύρεσης των οθωμανών τεκτόνων της Θεσσαλονίκης. Και ίσως πολλά να συνέβαιναν εκεί, με την κάλυψη του ότι “πρόκειται απλώς για κήπους”… Φήμες επίσης λένε πως οι Κήποι του Πασά παλιότερα αποτελούσαν το τέλος των κατακομβών της Θεσσαλονίκης, έξω από τα όρια της πόλης, που χαράζαν κάποτε τα κάστρα.
“Σε πολλά σημεία φαίνεται πως υπάρχουν σφραγισμένες τρύπες και καταπακτές”.
Αυτή η περιοχή, λένε, βρίθει γεωγραφικής ενέργειας και γεωμαγνητισμού.
Άγνωστη ακριβής ημερομηνία, άγνωστος αρχιτέκτονας, άγνωστος ο λόγος που χτίστηκαν, άγνωστο το τι ακριβώς ήταν…
Αλλά η αλήθεια είναι πως η παραπάνω προσέγγιση, ότι πρόκειται δηλαδή για μία αρχαία μασονική στοά, είναι και αυτή σχετικά ορθολογική.
Οι οπαδοί της ιερής γεωγραφίας το θεωρούν μαγικό τόπο με μαγνητικά πεδία.
Στους κατοίκους αλλά και στους επισκέπτες της Θεσσαλονίκης είναι άγνωστη η μεταφυσική τους σημασία.. Υπάρχουν ιστορίες με έντονο το μεταφυσικό στοιχείο, δεδομένου πως οι κήποι βρίσκονται κοντά σε πολλά παλιά και νεώτερα νεκροταφεία.
Δυστυχώς σήμερα το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να σχηματίσουμε μια εικόνα για το πως πρέπει να ήταν οι Κήποι του Πασά όταν χτίστηκαν. Και αυτό γιατί η φθορά των κήπων είναι πολύ μεγάλη σε βαθμό που να αλλοιώνει το αρχικό σχέδιο.
Σήμερα, η κατάσταση στον περιβάλλοντα χώρο, αν εξαιρέσουμε κάτι μικροβανδαλισμούς, είναι σχετικά καλή. Παγκάκια, φωτισμός, προσεγμένο γκαζόν, πολλά και μεγάλα δέντρα και αρκετά καθαρός ο χώρος. Φαίνεται πως αν και αργά τουλάχιστον προστατεύουμε αυτό που απέμεινε.
Η τοποθεσία είναι ιδανική. Κοιτάζοντας κάτω βλέπεις την πόλη και στο βάθος τον Θερμαϊκό. Στα αριστερά βλέπεις πολλά δέντρα, δεξιά τα ανατολικά βυζαντινά τείχη και πίσω κομμάτι της Άνω Πόλης και τον οθωμανικό Πύργο του Τριγωνίου (πυροβολείο).
Πως πάμε: Ανηφορίζουμε προς τα Κάστρα, δίπλα από την Ευαγγελίστρια, περνάμε το Νοσοκομείο Αγ. Δημήτριος και η είσοδος (και parking) είναι ακριβώς δεξιά.
Ένα είναι σίγουρο. Είναι ένας από τους μυστηριακούς τόπους της Θεσσαλονίκης και σε πολλούς άγνωστος. Είναι σίγουρα ένα από τα πάρκα της πόλης που αξίζει να επισκευτείς.